- περιοδονίκης
- ὁ, Ααθλητής, νικητής και στους τέσσερεις μεγάλους αγώνες τής αρχαίας Ελλάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοδος + -νίκης (< νίκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιοδονίκης — one who gains victories in all the great games masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδονίκαις — περιοδονίκης one who gains victories in all the great games masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδονίκην — περιοδονίκης one who gains victories in all the great games masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИАГОР — • Diagŏras, Διαγόρας, 1. один из знаменитейших греческих атлетов, уроженец родосский, современник Пиндара, посвятившего ему свою седьмую олимпийскую оду. Он был так называемый περιοδονίκης, т. е. он, как главный боец, остался… … Реальный словарь классических древностей
ДОРИЕЙ — • Dorieus, Δωριεύς, 1. сын Анаскандрида, брат Клеомена I и Леонида I, царей спартанских, и Клеомброта. Считая себя способнее своего брата Клеомена к занятию престола и не желая быть ему подчиненным, он оставил свое отечество… … Реальный словарь классических древностей
PERIODICI Agones — iidem cum sacris illis IV. Graecorum Agonibus, quos omnes qui vicisset, περίοδον fecisse dicebatur et περιοδονίκης, ut et περιοδευτὴς, Athleta, appellabatur. Non enim Olympia solum aut Pythia vicisse oportuit eum qui Periodi victor dici voluit,… … Hofmann J. Lexicon universale
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Θευγένης — (Θάσος 500; π.Χ. – ;). Αθλητής. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του τον είχε αποκτήσει με τον Θάσιο Ηρακλή, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή του ιερέα Τιμόξενου, γεγονός με το οποίο οι σύγχρονοί του εξηγούσαν την εκπληκτική δύναμή του και, γενικά,… … Dictionary of Greek